-
1 δια-κόσμησις
δια-κόσμησις, ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
-
2 σύν-ταξις
σύν-ταξις, εως, ἡ, Zusammenordnung, -stellung, Anordnung, ξύμπασαν τὴν διακόσμησιν καὶ σύνταξιν, Plat. Tim. 24 c. Daher Ordnung, Stellung, Stand, εἰς μίαν σύνταξιν τὴν τοῦ ἄρχοντος, Rep. V, 462 c; ἡ τῶν ὅλων σύνταξις, die Weltordnung. – Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten; Thuc. 6, 42; σύνταξιν ποιεῖσϑαι, Xen. Cyr. 2, 4, 1; geordnete Schaar, 8, 1, 14; Pol. 1, 21, 10 u. öfter; Schlachtordnung; σύνταξις Ἑλληνική, ein aus allen Hellenischen Bundesstaaten zusammengesetztes Heer, Plut. Aristid. 21; vgl. ἡ εἰς τοὺς μυρίους σ., Xen. Hell. 5, 2, 37, wie σύνταγμα. – b) das Zusammensetzen, Abfassen eines Buches, die Schrift, Abhandlung, ἡ τῶν καϑόλου πραγμάτων σύνταξις Pol. 1, 4, 2, u. öfter αἱ πρὸ τοῦ συντάξεις, die frühern Bücher. – c) bei den Gramm. die Wortfügung, die Lehre von der sprachrichtigen Verbindung der Wörter unter einander zu ganzen Sätzen, die Syntax. – d) Verabredung, Vertrag, Vergleich; Dem. 58, 37; Pol. 5, 3, 3; τὰ χρήματα τὰ κατὰ τὰς συντάξεις ὁμολογηϑέντα, 5, 95, 1. – e) eine auferlegte Abgabe an die Staatskassen, ein in Athen von Kallistratos eingeführter milderer Ausdruck für φόρος, Harpocr.; vgl. Xen. Ath. 3, 5 u. Aesch. 3, 96; ὑποτελεῖν, Isocr. 7, 2; σύνταξιν τελεῖν τινι, Pol. 22, 27, 2, Tribut; – dah. Einkommen, σύνταξιν κατασκευάζειν τῇ πόλει, Dem. 5, 13. – f) der Sold, die Löhnung der Soldaten, milderer Ausdruck für μισϑός, οὔτε τὰς συντάξεις Διοπείϑει δίδομεν, Dem. 8, 22; D. Sic.; auch Pension, Jahrgeld, Plut. Alex. 21; καὶ δαπάνη, Lucull. 2, u. a. Sp.; vgl. Schaefer D. Hal. de C. V. p. 363.
-
3 κατα-στρέφω
κατα-στρέφω, 1) umkehren, umwenden; H. h. Apoll. 73; Sotad. bei Ath. VII, 293 e; vom Pflügen des Ackers, Xen. Oec. 17, 10; umstürzen, hinstürzen, εἰκόνας D. L. 5, 82; vom Ringer, Lucill. (XI, 163); zerstören, τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Hdn. 8, 4, 22; τὸν στέφανον κατεστραμμένον Plut. Brut. 39; κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανϑρωπίαν, zurückwenden, Aesch. 2, 39. – 2) hinwenden; ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν Aesch. Pers. 773; endigen, beschließen, besonders κατέστρεψε τὸν βίον, Plut. Thes. 19; Ael. H. A. 13, 21; βιοὺς δ' ἔτη ἐνενήκοντα κατέστρεψε τοῦ ζῆν D. L. 8, 78; häufig ohne Zusatz, κατέστρεψεν αἷμα ταύρειον πιών, er endigte sein Leben, Plut. Them. 31, öfter, wie a. Sp., z. B. Arr. An. 7, 3, 1 Hdn. 5, 8, 19; intrans., ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης Plut. Sull. 29; εἴς τι, in Etwas endigen, mit Etwas aufhören, Alciphr. 3, 70; Plut.; ἡ Ἀράτου σύνταξις ἐπὶ τούτους καταστρέφει τοὺς καιρούς, hört mit dieser Zeit auf, Pol. 4, 2, 8; vgl. D. Sic. 14, 84; trans., καταστρέφειν τὴν βίβλον, das Buch beendigen, Pol. 3, 118, 10, τοὺς λόγους 23, 9, 4, öfter; Din. 1, 32 οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὡς τἀναντία γίνεσϑαι τοῖς προςδοκωμένοις, das Schicksal wandte Alles so. – 3) Med. Andere sich unterwerfen, unterjochen, zwingen; κατεστρέφοντο τὴν ἄλλην Μακεδονίην Her. 8, 138; τοὺς μὴ τὰ σὰ φρονέοντας ῥηϊδίως καταστρέψεαι 9, 2, öfter; Thuc. 3, 13. 4, 65; Xen. Cyr. 1, 5, 2; Folgde, wie Pol. 1, 6, 7; – ἀκούειν.σου κατέστραμμαι τάδε Aesch. Ag. 930, ich bin gezwungen; so pass. κατεστράφατο, ion. = κατεστραμμένοι ἦσαν, Her. 1, 141, vgl. 1, 68 u. Thuc. 5, 29; τὰ κατεστραμμένα ἔϑνη, die unterworfenen, Xen. Cyr. 8, 6, 1; aber act. ταύτῃ χρησάμενος τῇ γνώμῃ πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Dem. 4, 6; Isocr. 5, 21; Xen. Hell. 5, 2, 8. – Der aor. κατεστράφϑησαν mit der v. l. κατεστράφησαν Her. 1, 130. – Κατεστραμμένη λέξις, periodischer Ausdruck mit verschlungenen Sätzen, Ggstz εἰρομένη, Arist. rhet. 3, 9.
См. также в других словарях:
Византийские военные трактаты — («стратегиконы») продолжили традицию античных военных руководств, восходящую к Ксенофонту и Энею Тактику. До нашего времени дошло значительное количество произведений подобного рода. Первые собственно византийские военные трактаты относятся к VI… … Википедия
Praecepta Militaria — Praecepta Militaria латинское название военного византийского трактата, написанный в 965 году, возможно, императором Никифором II Фокой. На греческом языке название трактата пишется так: Στρατηγικὴ ἔκθεσις καὶ σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου.… … Википедия
σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… … Dictionary of Greek
ПТОЛЕМЕЙ или ПТОЛОМЕЙ — •Pttolomaeus, Πτολεμαι̃ος. Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя А) государей, I) в Македонии: 1) зять Аминта II, царя Македонии, по… … Реальный словарь классических древностей
Птолемей — • Pttolomaeus, Πτολεμαι̃ος. (или Птоломей). Это имя мы встречаем во всех странах, где жили греки, особенно в позднейшее время, как имя a) государей, I. в Македонии: 1. зять Аминта II, царя Македонии, по смерти… … Реальный словарь классических древностей
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος, Κλαύδιος — (Αλεξάνδρεια, 138 – 180). Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος της αλεξανδρινής εποχής, ένας από τους μεγαλύτερους της αρχαιότητας. Με τις μελέτες και τα συγγράμματά του, ο Π. συστηματοποίησε την ελληνική αστρονομία και προσέφερε τόσο… … Dictionary of Greek
ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ — Aerts W. J. (1965), Periphrastica. An investigation into the use of είναι and έχειν as auxiliaries or pseudo – auxiliaries in Greek from Homer up to the present day, Amsterdam. Ανδριώτης Ν. (1971), Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ — ПТОЛЕМЕЙ КЛАВДИЙ (Πτολεμαῖος ὁ Κλαύδιος, Ἀλεξανδρεύς) (ок. 100 170 н. э.), греческий ученый и философ; работал в Александрии. Сведений о его жизни не сохранилось. Считается, что его основные произведения созданы во времена правления имп.… … Античная философия